πήχτρα

πήχτρα
η
το πολύ πηγμένο, η πυκνότητα: Πήχτρα ο κόσμος στη συγκέντρωση. – Πήχτρα το σκοτάδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πήχτρα — η, Ν 1. οποιοδήποτε πράγμα συμπυκνωμένο, πηχτό, παχύρρευστο («η σούπα σου είναι πήχτρα») 2. μτφ. πυκνό πλήθος («η πλατεία είναι πήχτρα από κόσμο») 3. μτφ. (για σκοτάδι) πυκνό («το σκοτάδι ήταν πήχτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ τού αορ. έ πηξ α τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”